- πωλητής
- ο , πωλήτρια η продавец, -щица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πωλητής — πωλητής, ο και πουλητής, ο θηλ. ήτρια αυτός που πουλάει ή πούλησε κάτι (αντίθ. αγοραστής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωλητής — seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητής — ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ] αυτός που πουλά κάτι νεοελλ. υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αρχ. 1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες… … Dictionary of Greek
πωληταῖς — πωλητής seller masc dat pl πωλητός for sale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωληταί — πωλητής seller masc nom/voc pl πωλητός for sale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητήν — πωλητής seller masc acc sg (attic epic ionic) πωλητός for sale fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητῶν — πωλητής seller masc gen pl πωλητός for sale fem gen pl πωλητός for sale masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… … Dictionary of Greek
ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] … Dictionary of Greek